Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Εφραίμ Φιλοθεΐτης: “Το τελειωτικό κτύπημα” (Εκτρώσεις)

Αγαπητά μου παιδιά, Σήμερα η γη μας ποτίζεται συνεχώς από πολύ αίμα, από τους πολέμους και τόσα άλλα που συμβαίνουν. Ποτίζεται όμως και με αθωότερο αίμα από το του Άβελ, και το αίμα αυτό είναι της βρεφοκτονίας. Είναι το αίμα των αθώων βρεφών, των απροστάτευτων υπάρξεων, το οποίον χύνεται από τις ίδιες τις μητέρες των. Όλα τα ιατρεία κι όλα τα μαιευτήρια έχουν γίνει σφαγεία του Ήρώδου. Εκατομμύρια, εκατομμύρια βρέφη σ’ όλον τον κόσμο έχουν πεταχθή στους ντενεκέδες των σκουπιδιών και στους υπονόμους. Μήτε τα γατάκια δεν πετούν έτσι. Όπως γνωρίζουμε αυτός ο φονιάς, ο γιατρός, ο μαιευτήρ με το νυστέρι του σκοτώνει το βρέφος μέσα στην μήτρα -όπως έχουμε δή σε ταινία- και μετά με το εργαλείο του σπάζει, θραύει το κεφαλάκι του παιδιού και το βγάζει. Και η μητέρα δεν βλέπει τίποτε και πολύ ήσυχη αναχωρεί για το σπίτι της…. …Βλέπετε πόσο τραγική είναι η έκτρωσις, πόσο μεγάλο έγκλημα είναι! Θα πρέπει λοιπόν να σταματήση. Οι αθώες αυτές υπάρξεις δεν πρέπει να σκοτώνωνται τόσο τραγικά και χωρίς έλεγχο συνειδήσεως, Έτσι με τον απλό λογισμό, ότι δεν μπορείς να θρέψης άλλο παιδί. Κανονίζουμε δηλαδή εμείς, πως θα μας φερθή ο Θεός; Κανονίζουμε εμείς, αν θα μπορέσουμε η όχι να φέρουμε εις πέρας όσα παιδιά μας δώση ο Θεός μέσα στην οικογένεια; Εμείς οι ίδιοι κανοναρχούμε τον Θεό πως θα μας φερθή; Το έγκλημα αυτό παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, επικίνδυνες και πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουν οι γυναίκες πόσο φοβερό είναι και να κάνουν έναν αγώνα να το σταματήσουν η να εμποδίσουν άλλες γυναίκες που πρόκειται κατά διαβολική ενέργεια να το διαπράξουν. Γιατί συνήθως φθάνουν στο έγκλημα αυτό είτε από άγνοια είτε από πίεσι είτε από πάλη εσωτερική. Κυρίως συμβάλλει η συνεργεία του διαβόλου με αιτίες και αστήρικτες δικαιολογίες και προφάσεις και αδυναμίες, όπως π.χ. δεν φθάνουν τα οικονομικά, με πιέζει ο άντρας μου, μου ήλθε η ασθένεια κλπ. Από την άλλη πλευρά είναι και η άγνοια και όλα αυτά τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος και κατορθώνει να παρασύρη τις μητέρες σ’ αυτό το τραγικό αμάρτημα. Δεν ξέρω, αν γνωρίζετε ότι αυτά τα παιδάκια, αυτά τα έμβρυα, αυτές οι υπάρξεις δεν καταλήγουν στην ανυπαρξία με την έκτρωσι, αλλά το κάθε έμβρυο είναι κι ένας τέλειος άνθρωπος, και μάλιστα στην ψυχή. Αυτά τα παιδάκια ζουν στον άλλο κόσμο, κι όπως καταλαβαίνετε τόσα εκατομμύρια παιδιά έχουν αποτελέσει έναν ολόκληρο στρατό στον ουρανό. Όλα αυτά διαμαρτύρονται˙ το αθώο αίμα τους βοά προς τον Θεό ότι αδικοσκοτώθηκαν και ότι δεν έλαβαν το Άγιον Βάπτισμα, ότι δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Και η ευθύνη σε ποιους πηγαίνει; Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται˙ δίπλα στο αίμα αυτό που χύνεται, στο «κομπιούτερ» του Θεού, γράφεται «έγκλημα». Και αυτό το αίμα πως θα ξεπλυθή; Όταν λερώνεται κάποιος με τι καθαρίζεται; Με το ύδωρ, με το νεράκι το καθαρό. Κι εδώ χρειάζεται ύδωρ να βγαίνη συνεχώς από δύο βρύσες, που είναι τα δύο μάτια. Η μετάνοια η εσωτερική να εξωτερικεύεται με μία ακένωτη πηγή δακρύων εφ’ όρου ζωής! Βέβαια το αμάρτημα συγχωρείται, αφ’ ης στιγμής κατατεθή στην Ιερά, στην παντοδύναμη Εξομολόγησι, όπου δεν μένει τίποτε ασυγχώρητο. Ο Θεός είναι αγάπη και «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αύτω» (Α’ Ίωαν. 4, 17). Είναι όμως και δικαιοσύνη. Γι’ αυτό οι γυναίκες που έχουν κάνει αυτό το αμάρτημα, ας μην επαναπαύωνται ότι εξομολογήθηκαν τις εκτρώσεις, που έχουν ήδη κάνει. Θα πρέπει σε όλη τους την ζωή να χύνουν δάκρυα μετανοίας. Πολλές απ’ αυτές νοιώθουν ανικανοποίητες καίτοι εξομολογήθηκαν. Γιατί; Διότι ακόμη δεν μετενόησαν εσωτερικά, δεν έχυσαν το αναλογούν δάκρυον, το οποίον θα ξεπλύνη το αίμα της εκτρώσεως ή των εκτρώσεων. Η μετάνοια είναι πολύ μεγάλη, απέραντη. Απόδειξις της αγάπης και της ευσπλαχνίας του Θεού είναι αυτό το «ζην», το ότι ζει ο άνθρωπος και μετά το έγκλημα. Ζει και αυτό σημαίνει ότι τον περιμένει ο Θεός, κι αφού τον περιμένει δεν πρέπει να χάση την ευκαιρία, πρέπει να την εκμεταλλευθή. Και ο κανόνας του πνευματικού συγκριτικά με το πολύ σοβαρό αυτό αμάρτημα και ειδικό έγκλημα, χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής. Ο κανόνας βοηθάει στην θεραπεία της ψυχής, αλλά, όπως είπαμε, θα πρέπει να ανοίξουν και οι βρύσες των δακρύων, που θα ξεπλύνουν τα αίματα της εκτρώσεως, για να μπορέση κατόπιν ο άνθρωπος να αισθανθή κοινωνία με τον Θεό. Δεν φθάνει, λοιπόν, μόνον η εξομολόγησις. Αυτό που μετρά, αυτό που θα αλλάξη, που θα αλλοίωση την καρδιά του Θεού, την πικραμένη και φαρμακωμένη, που θα την επαναφέρη, όπως ήταν πριν αμαρτήση ο άνθρωπος, είναι οι δύο βρύσες των ματιών του, που θα ρέουν δάκρυα μετανοίας. Θα πρέπει, πριν φύγουμε απ’ αυτήν την ζωή, να έχουμε αλλάξει την καρδιά του Θεού. Θα σας αναφέρω ένα απλό παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι ένα παιδί λύπησε την μητέρα του με μια παρακοή, μια ασέβεια. Όταν επιστρέψη αυτό το παιδί, και της πη: «Συγγνώμη, μητέρα, γι’ αυτό που έκανα˙ δεν θα το ξανακάνω», η μητέρα θα απάντηση: «Συγχωρεμένο να είσαι και μην το ξανακάνης». Την συγχώρεσι την πήρε. Αν όμως πέση στην αγκαλιά της κι αρχίση να κλαίη, να οδύρεται, να την παρακαλή και να την ικετεύη να του δώση από καρδιάς την συγγνώμη, τότε δεν θα μείνη η ελάχιστη λύπη και πικρία μέσα της για το σφάλμα του παιδιού. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τον άνθρωπο, που μετανοεί και επιστρέφει στον Θεό μετά από οποιοδήποτε αμάρτημα… Όσον περισσότερον μετανοεί ο άνθρωπος, κι όσον περισσότερον χύνει δάκρυα μετανοίας, τόσον περισσότερον η καρδιά του Θεού αλλοιώνεται. Εις βάθος γίνεται η καταλλαγή του Θεού μετά του αμαρτωλού ανθρώπου, και ιδιαίτερα στην περίπτωσι αυτού του εγκλήματος της εκτρώσεως, όπου επιβάλλεται η ροή των δακρύων˙ να μη σταματήση το δάκρυ μέχρι τελευταίας αναπνοής. Θα σας αναφέρω ένα περιστατικό με σχετική περίπτωσι: Επάνω στην Μακεδονία, σε κάποιον προσκυνηματικό ναό, με θαυματουργό Άγιο, θα εγίνετο η πανήγυρις του ναού. Εκεί ήταν μία ενάρετη «καντηλανάφτισσα» -καλογριά, όπως λέει ο λαός. Αυτή εργάσθηκε πολύ, για να καθαρίση, να περιποιηθή τον ναό και το απογευματάκι ξάπλωσε λίγο να κλείση τα μάτια της, για να μπόρεση κατόπιν να συνέχιση τα υπόλοιπα. Έπεσε να κοιμηθή, αλλά που να ξυπνήση; Κοιμόταν για μέρες. Φώναξαν τον γιατρό, για να δουν τι συμβαίνει, και τους λέει: «Μη την ξυπνάτε˙ κάτι της συμβαίνει, που δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ιατρικώς. Πάντως κάποια στιγμή θα ξυπνήση». Μετά από ημέρες -δεν θυμάμαι πόσες- ήρθε στον εαυτό της, ξύπνησε και ρώτησε: —Μήπως άρχισε η αγρυπνία; Αυτή νόμιζε ότι κοιμήθηκε λίγες ώρες. Της απαντούν: —Όχι, δεν άρχισε˙ σε λίγο θα αρχίση! Αυτή το πίστεψε. Όταν συνήλθε καλά, είπε στους προϊσταμένους εκεί του ναού: —Σας παρακαλώ, φωνάξτε όλες τις γυναίκες του χωρίου να ‘ρθουν εδώ. Πράγματι μαζεύτηκαν όσες ήταν δυνατόν να πάνε, και τους είπε: —Άκουσε τι είδα: Εμένα με ωδήγησε ένας λαμπρός άνθρωπος προς τα κάτω. Κατέβαινα, κατέβαινα στο βάθος της καρδιάς της γης. Είδα εκεί φύλακες, είδα σκοτάδι, είδα φυλακισμένους, είδα πολλά πράγματα. Και ανάμεσα σ’ αυτούς που μου έδειχνε, είδα και τις γυναίκες που είχαν κάνει έκτρωσι να τρώνε από τα αίματα των εκτρώσεων τους! Έφριξα από την θέα αυτή και άκουσα τον άγγελο να μου λέη: «Τώρα που θα σε επιστρέψω επάνω στην γη, να καλέσης όλες τις γυναίκες και να διηγηθής τι είδες να τις αποτρέψης, από αυτό το έγκλημα. Γιατί αν δεν μετανοήσουν ανάλογα, σ’ αυτήν την κατάστασι θα έλθουν εδώ κάτω!». Κι εμείς όλοι να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι πρέπει να βοηθήσουμε στην αποφυγή αυτού του εγκλήματος. Όταν πέση στην αντίληψί μας κάποια τέτοια περίπτωσις, αμέσως να πάρουμε θέσι αυστηρή και νουθετική. Συνήθως η γυναίκα που κάνει την έκτρωσι, δεν βλέπει και δεν ξέρει τι έχει γίνει από πλευράς ιατρικής μέσα της. Με την παραμικρή δυσκολία -είναι και της μόδας- πηγαίνει στον γιατρό και κάνει την έκτρωσι, σαν να πρόκειται να πετάξη ένα σκυλάκι η ένα γατάκι. Να την αποτρέψουμε, λοιπόν, ώστε να μην οδηγηθή σ’ αυτή, λέγοντας της ότι είναι το πιο μεγάλο έγκλημα. Σαν πνευματικός σας συνιστώ, όποιες έχετε διαπράξει αυτό το αμάρτημα, είτε μία είτε πολλές φορές, προσπαθήστε διά των δακρύων να θεραπευθήτε ψυχικά, και χρησιμοποιώντας μία ανθρωπομορφική έκφρασι, θα έλεγα να απαλείψετε από την καρδιά του Θεού την λύπη και την πικρία. Βέβαια μετανοών ο άνθρωπος και κλαίων και αγωνιζόμενος και κοπιάζων σε πολλά πράγματα σαν άσκησι, κάνει ευμενέστερη την καρδιά του Θεού απέναντι του. Αποφαίνονται οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι η μετάνοια μπορεί να κατάκτηση τόσα πολλά, ώστε να φθάση στο σημείο να απαλείψη εντελώς από την καρδιά του Θεού την μνήμη της αμαρτίας, δηλαδή να αποσβήση εντελώς την ύπαρξι αμαρτημάτων στον άνθρωπο. Βλέπετε της μετανοίας το μεγαλείο! Τι χρειάζεται σε όλους και πρώτον σ’ εμένα; Να μετανοούμε. Οσάκις πη ο άνθρωπος «ήμαρτον», ο Θεός απαντά «συγχωρημένος να είσαι». Πηγαίνουμε όμως να πάρουμε και την υπογραφή της συγγνώμης, η οποία παρέχεται από το πετραχήλι, δυνάμει του νόμου του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως. Και με το θάρρος αυτό που μας παρέχει το μυστήριο της Εξομολογήσεως και η επίγνωσις της απεριορίστου και αδιάλειπτου και αενάου δυνάμεως της μετανοίας, θα προσερχώμεθα στον Θρόνο της Χάριτος του Θεού. Να μη δειλιούμε, να μη δίνουμε αυτί στην απελπισία, να τρέχουμε στο μυστήριο. Απελπισία ποτέ! Εδώ παίζεται το μεγάλο παιχνίδι. Όσο και να νοιώθης εγκληματίας, ποτέ μη δέχεσαι την απελπισία. Να κράτησης γερά την ελπίδα. Όχι να σε ρίξη στον βυθό της απελπισίας και να χαθής. Όχι από τον ένα γκρεμό να πέσης στον άλλο. Προσβάλλεις την δόξα του Θεού, κατεβάζεις τον Θεό χαμηλά. Στήσε τον Θεό υψηλά στην καρδιά σου, εκεί στην αξία και στην μεγαλοπρέπεια Του, διότι είναι εις θέσιν Αυτός ο Θεός να σβήση παν αμάρτημα. Εάν ο Θεός εσταυρώθη κι έσβησε τα αμαρτήματα όλης της ανθρωπότητος, τι είναι μπροστά σ’ αυτά, τα δικά σου αμαρτήματα, αμαρτωλέ άνθρωπε; Γι’ αυτό κι εμείς δεχόμεθα τους πάντες σ’ αυτό το σωτήριο λουτρό, σ’ αυτό το λιμάνι που λέγεται εξομολόγησις. Κι εκεί αράζει το κάθε τσακισμένο καράβι από τις φουρτούνες του ωκεανού. Είτε το έχουν δείρει άνεμοι η φουρτούνες η ληστές, ο,τιδήποτε κι αν είναι αυτό, έρχεται και γωνιάζει σιγά – σιγά. Του έχουν φύγει τα κατάρτια, τα πανιά και το μόνο που περισώζεται είναι το σκάφος, ο σκελετός. Και μπαίνει μέσα στα συνεργεία τα διορθωτικά, διορθώνονται όλα αυτά τα πράγματα και γίνεται πάλι καινούριο το καράβι αυτό. Έτσι μία ημέρα ήλθε ένα τέτοιο καραβοτσακισμένο πλάσμα˙ ήλθε μία γυναίκα στο μυστήριο -εγώ βέβαια τη λυπήθηκα τρομερά- και μου παρουσιάζει η καημένη πενήντα εκτρώσεις! Βάλε τώρα το γεγονός αυτό να τίθεται στην κρίσι του πνευματικού˙ πενήντα φόνοι παιδιών! Φυσικά εφ’ όσον ο Θεός την έχει στην ζωή ακόμη, είναι εγγύησις του Θεού ότι την ανέχεται και την περιμένει, οπότε ποιος πνευματικός είναι εκείνος, ο οποίος θα της φερθή κατ’ άλλον τρόπον; Την πήρα βέβαια με πολλή στοργή, με πολλή αγάπη, προσπάθησα να την βολέψω και της έδωσα εκείνο το φάρμακο που της χρειαζότανε. Σκεφθήτε πόσα χρόνια περάσανε˙ την βασάνιζε το αμάρτημα αυτό και δεν είχε την τόλμη να το πή! Και γύρισε πίσω με την ελπίδα της σωτηρίας. Πόσο τρομερή είναι η αγάπη του Θεού! Αλλά και η χαρά των Αγγέλων! «Επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι μεγάλη χαρά γίνεται εν τω ουρανώ» (Λουκ. 15, 7). Δεν είναι μόνον το ότι μετανοεί ο άνθρωπος και κλαίει και οδύρεται την κατάντια του και ο Θεός τον σώζει, αλλά και ότι παραχρήμα γίνεται και στον ουρανό χαρά. Ολόκληρος ο ουρανός πανηγυρίζει και οι Άγγελοι υμνούν και αινούν τον Θεό για την σωτηρία μιας αθανάτου ψυχής! «Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι» (Ψαλμ. 31, 32)˙ δηλαδή είναι ευτυχής ο άνθρωπος, ο οποίος αξιώθηκε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του. Τι ευχαριστία να αποδώση κανείς στον Θεό! Σκέψου˙ εγώ να έχω ζήσει χίλια χρόνια, να έχω κάνει όλα τα εγκλήματα του μεγαλύτερου εγκληματία και τελικά να με φωτίση το έλεος του Θεού, να επιστρέψω, για μια στιγμή να τα καταθέσω όλα και μέσα σε δύο λεπτά, σε λίγη ώρα να βρεθώ δίκαιος, να βρεθώ λουσμένος, να βρεθώ στους ουρανούς! Μα εκείνα τα χίλια χρόνια τι γίνονται; Πάνε εκείνα˙ μην τα λογαριάζεις, δεν υπάρχουν τώρα, έχουν σβήσει, δεν ζητουνται αυτά πλέον, βγήκαν από τα κατάστιχα των δαιμόνων αμέσως, πάραυτα! Είναι διαταγή του Θεού! Με το κάθε αμάρτημα που καταθέτεις, πατάει το κουμπάκι του «κομπιούτερ», τακ, άφεσις! Τακ, άφεσις! Άφεσις! Με άθροισμα από κάτω «μηδέν». Λευκό μητρώο! Ύστερα, είναι να μην προσκυνής αυτόν τον Θεό, να μην πέσης κάτω και να κλαις από αγάπη και έρωτα και πόθον Θεού;… Εύχομαι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος να μας επισκιάζη όλους και να μας διατηρή εν Χριστώ. Αμήν.

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, και η σημερινή ανατροφή των παιδιών μας

«Ἂν μπορεῖς, εἰς τὸν αἰῶνα αὐτὸν τὸν κατηραμένο καὶ ἄπιστο νὰ γεννήσῃς παιδὶ καὶ νὰ γίνῃ ἅγιος, νὰ παντρευτῇς» Θὰ σᾶς πῶ κάτι πολὺ σοβαρὸ καὶ νὰ ἔχετε τὸν νοῦ σας, θὰ δῶστε λόγο μιὰ μέρα στὸν Θεό. Δὲν ἀρκεῖ μονάχα νὰ γεννᾶτε παιδιά. Καὶ ἡ μάνα τοῦ Κοσμᾶ γέννησε παιδί, ἀλλὰ δὲν τὸ κράτησε κοντά της, γιὰ νὰ τὸ παντρέψῃ καὶ νὰ δῇ ἐγγόνια καὶ δυσέγγονα. Δὲν εἶνε βέβαια ἁμαρτία αὐτό, ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο. Αὐτὴ ἡ μάνα τοῦ Κοσμᾶ εἶνε εὐλογημένη, ποὺ ὁ γιός της δὲν ἔκανε φυσικὰ παιδιά, ἀλλὰ ἔκανε χιλίαδες πνευματικὰ παιδιά. Λοιπόν, αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ εἶνε σοβαρό. Ὅτι ἡ σημερινὴ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς παρακαλεῖ καὶ ἔχει ἀξίωσι ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ βγοῦν καὶ ἄλλοι ἅγιοι Κοσμᾶδες. Ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν ἔχουμε ἐκεῖ στὴν εἰκόνα καὶ νὰ τὸν βλέπουμε, ἀλλὰ νὰ βγοῦν καὶ νέεοι Κοσμᾶδες, ποὺ θὰ ἐργαστοῦν ἱεραποστολικῶς, μέσα στὸν λαό μας. Νὰ γίνουν ἱερεῖς, σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ. Ἂν εχαμε 10.000 παπάδες σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ· Χαρὰ στὴν Ἑλλάδα. Παράδεισος καὶ πολύφωτος οὐρανός θὰ ἦταν ἡ Ἑλλάς. Νὰ βγοῦν ἱεραποστολικὰ πρόσωπα καὶ νὰ δουλέψουν μέσα στὶς ἐνορίες μας, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ καὶ ὄχι μόνο στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἑλλάδος νὰ μείνουν, ἀλλὰ μέχρι τὸ ἐξωτερικὸ νὰ πᾶνε. Στὴν Αὐστραλία, στὴν Ἀφρικῆ, στὰς Ἰνδίας, στὴν Κορέα καὶ σ᾿ ἄλλα μέρη, ζητοῦν ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ τίποτε δὲν ἔχουμε. Οἱ μανάδες τὰ παιδάκια τους νὰ γίνουν δάσκαλοι, καθηγηταί· Δὲν δίνουν ἕνα παιδί νὰ γίνῃ, ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς. Δὲν θέλουν τὸ παιδί τους νὰ γίνῃ ἅγιος Κοσμᾶς. Εὐτυχῶς στὴν ἐποχή μας, μιμήθηκε ἕνας τὸν ἅγιο Κοσμᾶ καὶ πῆρε καὶ τ᾿ ὅνομά του, εἶνε παιδὶ φτωχιᾶς ἀλλὰ ἐντίμου οἰκογενείας, ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, Ἀσλανίδης στὸ ὅνομα, ποὺ πρὸ 20 χρόνια ἦταν ἐδῶ. Αὐτὸς ἔχτισε τὸν Σταυρό, βηθούμενος ἀπὸ τὸν πάτερ Ἀθανάσιο, τὸν εὐλαβέστατο ἱερέα τοῦ χωρίου ἐδῶ τῆς Σιταριᾶς καὶ δραχμὴ δὲν πῆρε. Καὶ ὄχι μόνο αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ἔκτισε, ἀλλὰ καὶ κάποιον ἄλλο πολὺ μεγαλύτερο καὶ κατόπιν ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν Ἀφρική. Ἐκεῖ ἐδίδαξε καὶ ἐβάπτησε 3000 ἀνθρώπους καὶ ἐμαρτύρησε, εἶχε μαρτυρικὸ θάνατο. Εὐτυχισμένη εἶνε ἡ μάνα. Ποιές ἀπὸ σᾶς τὶς μανᾶδες θὰ φιλοτιμηθοῦν νὰ δώσουν ἕνα παιδὶ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχουμε ἀπόλυτον ἀνάγκη, τόσο γιὰ τὴν ἐσωτερικὴν ὅσο καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἱεραποστολήν; Δὲν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε ἐσεῖς οἱ μανάδες, τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ δώσετε ἕνα παιδὶ στὸ Χριστό! Θὰ σᾶς μνημονεύουν γενεὲς γενεῶν. Νά, τώρα, τὸν Κοσμᾶ (τὸν Γρηγοριάτη), ἀναφέρουν τὸ ὅνομά του στὴν Ἀφρικὴ καὶ κλαῖνε. Εὐλογημένη, λένε, εἶνε ἡ μάνα. Πῆγε κάτω ὁ πατέρας του καὶ τοῦ φιλοῦσαν οἱ ἄγριοι τὰ πόδια. Ναί, ναί, ναί, ἀναθρέψτε τὰ παιδιά σας, γιὰ νὰ γίνουν ἱεραποστολικὰ πρόσωπα καὶ θὰ εἶνε εἰς μνημόσυνόν σας αἰώνιο. Σᾶς τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, εἰς τὴν Ρωσία, πῆγε ἕνας νέος 25 χρονῶν σ᾿ ἕναν Ρῶσσο διδάσκαλο· Ἔχουν σπουδαίους πνευματικοὺς πατέρας – ἐξομολόγους οἱ Ρῶσσοι, καὶ τοῦ λέει· «Δάσκαλε, πατέρα, νὰ παντρευτῶ; Μεγάλο εἶνε τὸ θέμα ποὺ μὲ ρωτᾶς. Ἄσε παιδί μου νὰ τὸ σκεφτῶ. Πέρασε μιὰ ἐβδομάδα καὶ λέει στὸ νέο. Περίμενε λίγο ἀκόμα, γιατὶ δὲν ἄκουσα καμμία φωνή. Πέρασε δεύτερη καὶ τρίτη ἐβδομάδα καὶ λέει στὸν νέο· Ἄκουσα κάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ξέρεις, τί μοῦ εἶπε; Ἂν μπορεῖς, εἰς τὸν αἰῶνα αὐτὸν τὸν κατηραμένο καὶ ἄπιστο νὰ γεννήσῃς παιδὶ καὶ νὰ γίνῃ ἅγιος, νὰ παντρευτῇς. Ἐὰν ὅμως δὲν μπορέσῃς καὶ γίνῃ τὸ παιδί σου λοποδίτης, κλέφτης, βλάσφημος, ἄπιστος καὶ ἄθεος, μὴ παντρευτῇς. Δὲν εἶνε ἁπλῶς νὰ γεννήσετε παιδιά. Ἀλλὰ νὰ δῶστε τὰ παιδιά σας στὸ Θεό, νὰ τὰ ἀφιερώσετε. Εὔχομαι λοιπόν, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, ποὺ τελέσαμε τὸ μνημόσυνο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τοῦ νεομάρτυρος αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ὑπὲρ πίστεως, ὑπὲρ τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, εὔχομαι καὶ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἐμνευστοῦν ἀπὸ τὸ παράδειγμά του καὶ νὰ γίνουν ἱεραπόστολοι καὶ νὰ πᾶνε στὴν Ἀφρική, νὰ πᾶνε στὰς Ἰνδίας, νὰ πᾶνε στὴν Κορέα καὶ έδῶ στὴν Ἑλλάδα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε στὸ βαθυ σκοτάδι, ἔχωμε ἀνάγκη ἱεραποστολῆς καὶ ὁ Θεὸς νὰ ἀκούσῃ τοὺς ἀναστεναγμούς μας καὶ τὰς προσευχάς μας καὶ νὰ ἀλλάξῃ τὰ μυαλὰ τῶν γυναικῶν. Στὰ Γρεβενά· πώ-πώ! κάποια μάνα κόντεψε νὰ μὲ σκοτώσῃ. Εὔγενε στὰ παράθυρα καὶ φώναζε· «Ἀνάθεμά τον, δὲν σποῦσε τὸ πόδι του καὶ ἦρθε ἐδῶ γιὰ νὰ πάρῃ τὸ παιδί μου». Ἐγώ, πῆρα τὸ παιδί της; Μοὔρχετε νὰ σηκωθῶ νὰ φύγω, νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ νὰ κρυφτῶ σὲ καμμιὰ σπηλιά. Σπάνιο πραράδειγμα μάνας, ποὺ νὰ χαρῇ, μέσα στὶς χίλιες μία. Βέβαια, χαίρεται ὅταν παντρεύεται καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕνα μήνα παίρνει διαζύγιο. Ἂ, αὐτὸ εἶνε ὥραῖο πρᾶγμα στὴν ἐποχή μας! Λοιπόν, δὲν εἶμαι ἐναντίον τοῦ γάμου, ἀλλὰ εὐλογῶ τὸν γάμο, ποὺ εἶνε μυστήριο καὶ εὔχομαι κάτι ἀνώτερο νὰ ζητᾶτε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς τὸ ζητοῦσε χατήρι. Νὰ θυσιαστῇ γιὰ τὸν Χριστό. † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος (Στὴν δευτερολογία Στὸν Ἅγιο Κοσμᾶ Σιταριᾶς Φλωρίνης 24-8-1989) Ἐξεδόθη στὸ τεῦχος «Γονεῖς, φροντίστε γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν σας», Φλώρινα 2002

Άγιος Αμβρόσιος της Όπτινα: Το πάθος του καπνίσματος


 Ένας μανιώδης καπνιστής από την Αγια Πετρούπολη, ο Αλέξιος Στεπάνοβιτς Μαγιόρωφ, άρχισε κάποτε να αισθάνεται τις επιζήμιες συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία του. Οι πολλές συμβουλές και παραινέσεις των φίλων του αποδείχθηκαν μάταιες. Τελικά το έτος 1888 ο Αλέξιος Στεπάνοβιτς κατέφυγε στην βοήθεια του στάρετς Αμβροσίου και με επιστολή του ζήτησε να του υποδείξει τον τρόπο που θα καταπολεμήσει το πάθος του. Σε γράμμα του με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1888 ο όσιος Αμβρόσιος απάντησε στον Αλέξιο Μαγιόρωφ τα εξής: «Γράφεις ότι δεν μπορείς να κόψης το κάπνισμα! Αυτό που είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, είναι δυνατό με τη βοήθεια του Θεού. Το μόνο που χρειάζεται είναι να αποφασίσεις με σταθερότητα να απαλλαγής απ’ αυτό, αφού αναγνωρίζεις την ζημία που προξενεί στην ψυχή και στο σώμα σου. Διότι ο καπνός εξασθενίζει την ψυχή, αυξάνει και δυναμώνει τα πάθη, σκοτίζει το νου και καταστρέφει σιγά-σιγά τη σωματική υγειά με έναν αργό θάνατο. Ταυτόχρονα οι πνευματικές ασθένειες της οξυθυμίας και μελαγχολίας εμφανίζονται στην ψυχή σαν συνέπεια του καπνίσματος. Σε συμβουλεύω να χρησιμοποίησης πνευματική θεραπεία για την καταπολέμηση του πάθους σου. Να κάνης λεπτομερή εξομολόγηση όλων των αμαρτιών που διέπραξες από την ηλικία των επτά χρόνων έως σήμερα και να μεταλάβεις τα Άχραντα Μυστήρια. Κάθε μέρα να διαβάζεις όρθιος ένα ή περισσότερα κεφάλαια του Ευαγγελίου. Μόλις αρχίζει να εμφανίζεται η αποθάρρυνση και η απελπισία, να διαβάζεις και πάλι μέχρι να περάσει. Αν ξαναεμφανισθεί, άρχισε πάλι την μελέτη του Ευαγγελίου. Ή, αν θέλεις, πήγαινε σε κάποιον απομονωμένο χώρο και κάνε τριάντα τρεις εδαφιαίες μετάνοιες σε ανάμνηση της επίγειας ζωής του Κυρίου και προς τιμή της Αγίας Τριάδος». Μόλις έλαβε το γράμμα ο Αλέξιος Στεπάνοβιτς το διάβασε και «άναψε ένα τσιγάρο», όπως εξηγεί ο ίδιος σε ιδιόγραφο σημείωμά του. «Άρχισα να το καπνίζω, αλλά ένιωσα ξαφνικά ένα φοβερό πονοκέφαλο και μια απέχθεια προς το καπνό του τσιγάρου. Εκείνο το βράδυ δεν κάπνισα. Την επόμενη ημέρα τέσσερις φορές άρχισα να καπνίζω μηχανικά και από συνήθεια. Δεν μπορούσα όμως να καταπιώ τον καπνό, γιατί με έπιανε δυνατός πονοκέφαλος. Έτσι έκοψα το κάπνισμα με ευκολία. Τα δυο προηγούμενα χρόνια δεν είχα μπορέσει να απαλλαγώ από το κάπνισμα, όσο κι αν είχα πιέσει τον εαυτό μου. Παρ` όλο που η υγεία μου επιδεινώθηκε σοβαρά, συνέχισα να καπνίζω γύρω στα 75 τσιγάρα την ημέρα. Όταν λοιπόν άρχισα να αισθάνομαι άρρωστος και ανίκανος να ξεριζώσω το πάθος μου, ακολούθησα τις συμβουλές των φίλων μου και κατέφυγα στο στάρετς Αμβρόσιο. Με ειλικρινή μετάνοια του ζήτησα να προσευχηθεί για μένα. Αργότερα, όταν πήγα να τον ευχαριστήσω, ο πατήρ Αμβρόσιος άγγιξε με το ραβδί του το κεφάλι μου που πονούσε και από εκείνη τη στιγμή δεν αισθάνομαι πια κανενός είδους πονοκέφαλο.